- ζορμπαλίκι
- το1. αυθαιρεσία, βιαιότητα, τυραννική συμπεριφορά2. κατάσταση αναρχίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zorbalik].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζορμπαλίκι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. αυθαιρεσία: Μπήκαν μέσα με το ζορμπαλίκι τους. 2. αυταρχικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)